φυλλοβολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλλοβολία οι φυλλοβολίες
      γενική της φυλλοβολίας των φυλλοβολιών
    αιτιατική τη φυλλοβολία τις φυλλοβολίες
     κλητική φυλλοβολία φυλλοβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλλοβολία < αρχαία ελληνική φυλλοβολία

Ουσιαστικό

φυλλοβολία θηλυκό

  1. ρίχνω τα φύλλα μου (για δέντρα), φυλλοβόλημα, φυλλοβολή
  2. (παλαιότερα) ρίψη φύλλων στο δρόμο για να τιμηθούν εκείνοι που περνούσαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.