φυλλοβόλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλλοβόλημα τα φυλλοβολήματα
      γενική του φυλλοβολήματος των φυλλοβολημάτων
    αιτιατική το φυλλοβόλημα τα φυλλοβολήματα
     κλητική φυλλοβόλημα φυλλοβολήματα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλλοβόλημα < φυλλοβολώ φυλλοβολη- + -μα

Ουσιαστικό

φυλλοβόλημα ουδέτερο

  • (βοτανική) η πτώση των φύλλων ενός δέντρου (ή φυτού ή ανθοδέσμης) λόγω εποχής ή ισχυρών ανέμων ή άλλων αιτίων φθοράς

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.