φρούδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρούδος η φρούδη
& φρούδα
το φρούδο
      γενική του φρούδου της φρούδης
& φρούδας
του φρούδου
    αιτιατική τον φρούδο τη φρούδη
& φρούδα
το φρούδο
     κλητική φρούδε φρούδη
& φρούδα
φρούδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρούδοι οι φρούδες τα φρούδα
      γενική των φρούδων των φρούδων των φρούδων
    αιτιατική τους φρούδους τις φρούδες τα φρούδα
     κλητική φρούδοι φρούδες φρούδα
Κατηγορία όπως «λάγνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρούδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φροῦδος < πρὸ ὁδοῦ (που έφυγε)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfɾu.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρούδος

Επίθετο

φρούδος, -η/-α, -ο

Εκφράσεις

φρούδες ελπίδες: οι μάταιες ελπίδες

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.