φρονιμίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρονιμίτης οι φρονιμίτες
      γενική του φρονιμίτη των φρονιμιτών
    αιτιατική τον φρονιμίτη τους φρονιμίτες
     κλητική φρονιμίτη φρονιμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρονιμίτης < φρόνιμος + -ίτης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dent de sagesse)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾo.niˈmi.tis/

Ουσιαστικό

φρονιμίτης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.