φριμαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φριμαγμένος | η | φριμαγμένη | το | φριμαγμένο |
| γενική | του | φριμαγμένου | της | φριμαγμένης | του | φριμαγμένου |
| αιτιατική | τον | φριμαγμένο | τη | φριμαγμένη | το | φριμαγμένο |
| κλητική | φριμαγμένε | φριμαγμένη | φριμαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φριμαγμένοι | οι | φριμαγμένες | τα | φριμαγμένα |
| γενική | των | φριμαγμένων | των | φριμαγμένων | των | φριμαγμένων |
| αιτιατική | τους | φριμαγμένους | τις | φριμαγμένες | τα | φριμαγμένα |
| κλητική | φριμαγμένοι | φριμαγμένες | φριμαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾi.maɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐μαγ‐μέ‐νος΄
- παλιότερος συλλαβισμός : φρι‐μα‐γμέ‐νος
Μετοχή
φριμαγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φριμάζω
- εναλλακτικά: φρουμασμένος του φρουμάζω
Μεταφράσεις
φριμαγμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.