φρουμάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρουμάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φριμάω / φριμῶ με μεταπλασμό σε -άζω και τροπή [i] > [u] λόγω της παρουσίας του [m] [1] < αρχαία ελληνική φριμάσσομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾuˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρουμάζω

Ρήμα

φρουμάζω, αόρ.: φρούμαξα, μτχ.π.π.: φρουμασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.