φριμάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φριμάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φριμάω / φριμῶ με μεταπλασμό σε -άζω < αρχαία ελληνική φριμάσσομαι. Συγκρίνετε με το φρουμάζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾiˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φριμάζω

Ρήμα

φριμάζω, αόρ.: φρίμαξα, μτχ.π.π.: φριμαγμένος (χωρίς παθητική φωνή) [1]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.