φριμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φριμάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φριμάω / φριμῶ με μεταπλασμό σε -άζω < αρχαία ελληνική φριμάσσομαι. Συγκρίνετε με το φρουμάζω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾiˈma.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐μά‐ζω
Ρήμα
φριμάζω, αόρ.: φρίμαξα, μτχ.π.π.: φριμαγμένος (χωρίς παθητική φωνή) [1]
- άλλη μορφή του φρουμάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φριμάζω | φρίμαζα | θα φριμάζω | να φριμάζω | φριμάζοντας | |
| β' ενικ. | φριμάζεις | φρίμαζες | θα φριμάζεις | να φριμάζεις | φρίμαζε | |
| γ' ενικ. | φριμάζει | φρίμαζε | θα φριμάζει | να φριμάζει | ||
| α' πληθ. | φριμάζουμε | φριμάζαμε | θα φριμάζουμε | να φριμάζουμε | ||
| β' πληθ. | φριμάζετε | φριμάζατε | θα φριμάζετε | να φριμάζετε | φριμάζετε | |
| γ' πληθ. | φριμάζουν(ε) | φρίμαζαν φριμάζαν(ε) |
θα φριμάζουν(ε) | να φριμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φρίμαξα | θα φριμάξω | να φριμάξω | φριμάξει | ||
| β' ενικ. | φρίμαξες | θα φριμάξεις | να φριμάξεις | φρίμαξε | ||
| γ' ενικ. | φρίμαξε | θα φριμάξει | να φριμάξει | |||
| α' πληθ. | φριμάξαμε | θα φριμάξουμε | να φριμάξουμε | |||
| β' πληθ. | φριμάξατε | θα φριμάξετε | να φριμάξετε | φριμάξτε | ||
| γ' πληθ. | φρίμαξαν φριμάξαν(ε) |
θα φριμάξουν(ε) | να φριμάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φριμάξει | είχα φριμάξει | θα έχω φριμάξει | να έχω φριμάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις φριμάξει | είχες φριμάξει | θα έχεις φριμάξει | να έχεις φριμάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει φριμάξει | είχε φριμάξει | θα έχει φριμάξει | να έχει φριμάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φριμάξει | είχαμε φριμάξει | θα έχουμε φριμάξει | να έχουμε φριμάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε φριμάξει | είχατε φριμάξει | θα έχετε φριμάξει | να έχετε φριμάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φριμάξει | είχαν φριμάξει | θα έχουν φριμάξει | να έχουν φριμάξει |
| |
Μεταφράσεις
φριμάζω
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.