φριζαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φριζαρισμένος | η | φριζαρισμένη | το | φριζαρισμένο |
| γενική | του | φριζαρισμένου | της | φριζαρισμένης | του | φριζαρισμένου |
| αιτιατική | τον | φριζαρισμένο | τη | φριζαρισμένη | το | φριζαρισμένο |
| κλητική | φριζαρισμένε | φριζαρισμένη | φριζαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φριζαρισμένοι | οι | φριζαρισμένες | τα | φριζαρισμένα |
| γενική | των | φριζαρισμένων | των | φριζαρισμένων | των | φριζαρισμένων |
| αιτιατική | τους | φριζαρισμένους | τις | φριζαρισμένες | τα | φριζαρισμένα |
| κλητική | φριζαρισμένοι | φριζαρισμένες | φριζαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φριζαρισμένος < φριζάρω + -μένος < γαλλική friser < πρωτογερμανική *frisaz (κατσαρός, σγουρομάλλης)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φριζάρω
Μεταφράσεις
φριζαρισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.