φρεάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φρεάτιον | τὰ | φρεάτιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | φρεατίου | τῶν | φρεατίων | ||||
| δοτική | τῷ | φρεατίῳ | τοῖς | φρεατίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | φρεάτιον | τὰ | φρεάτιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | φρεάτιον | φρεάτιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρεατίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | φρεατίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φρεάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φρέαρ, φρεατ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: φρεάτιο
Πηγές
- φρεάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.