φούρναρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φούρναρης οι φουρνάρηδες
& φουρναραίοι
      γενική του φούρναρη των φούρναρηδων
& φουρναραίων
    αιτιατική τον φούρναρη τους φουρνάρηδες
& φουρναραίους
     κλητική φούρναρη φουρνάρηδες
& φουρναραίοι
Κατηγορία όπως «φούρναρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φούρναρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φούρναρης < υστερολατινική furnarius < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher

Ουσιαστικό

φούρναρης αρσενικό, φουρνάρισσα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.