φουρνάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουρνάρισσα οι φουρνάρισσες
      γενική της φουρνάρισσας των φουρναρισσών
    αιτιατική τη φουρνάρισσα τις φουρνάρισσες
     κλητική φουρνάρισσα φουρνάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουρνάρισσα < φούρναρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /fuɾˈna.ɾi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουρνάρισσα

Ουσιαστικό

φουρνάρισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) αυτή που έχει αρτοποιείο
      Ὡς πρὸς τὴν δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχῶς δὲν ἠλήθευσε τὸ ρητόν, «ἡ πρώτη δοῦλα, ἡ δεύτερη κυρά». Ἡ Θοδωριά, ἡ πτωχή, ὑπέφερεν ὅλας τὰς ἀγγαρείας, ὅσας τῆς ἐπέβαλλεν ὁ σύζυγός της. Ἀσβεστὰς ἐκεῖνος, φουρνάρισσα αὐτή. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον, 1891)
  2. η σύζυγος του φούρναρη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φούρναρης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.