ψωμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψωμάς οι ψωμάδες
      γενική του ψωμά των ψωμάδων
    αιτιατική τον ψωμά τους ψωμάδες
     κλητική ψωμά ψωμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμάς < ψωμ(ί) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /psoˈmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψωμάς

Ουσιαστικό

ψωμάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο φούρναρης, ο αρτοποιός ή ο αρτοπώλης
  2. εκείνος που αγαπά το ψωμί, του αρέσει πολύ να το τρώει, ο ψωμοφάγος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.