φουρνάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φουρνάρης | οι | φουρνάρηδες |
| γενική | του | φουρνάρη | των | φουρνάρηδων |
| αιτιατική | τον | φουρνάρη | τους | φουρνάρηδες |
| κλητική | φουρνάρη | φουρνάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουρνάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουρνάρης
Ουσιαστικό
φουρνάρης αρσενικό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του φούρναρης
- ※ Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη | λίγο νερό του καφετζή | τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι | κι ο άλλος λύνει το σκυλί
- Από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Για τα παιδιά που χάθηκαν», στο άλμπουμ Το περιβόλι του τρελλού (1969).
- ※ Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη | λίγο νερό του καφετζή | τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι | κι ο άλλος λύνει το σκυλί
- Φουρνάρης (επώνυμνο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.