φουρνάρηδες

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

φουρνάρηδες

  1. φούρναρης, στην ονομαστική / αιτιατική / κλητική του πληθυντικού
  2. φουρνάρης, στην ονομαστική / αιτιατική / κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.