φουκαράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φουκαράς | οι | φουκαράδες |
| γενική | του | φουκαρά | των | φουκαράδων |
| αιτιατική | τον | φουκαρά | τους | φουκαράδες |
| κλητική | φουκαρά | φουκαράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουκαράς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فقرا (τουρκική fukara) < αραβική فُقَرَاء (fuqarāʾ), πληθυντικός του فَقِير (faḳīr, φτωχός, φακίρης)
Ουσιαστικό
φουκαράς αρσενικό
- κακομοίρης, άτυχος, φτωχός, που δεν μπορεί να κάνει κάτι για να βελτιώσει τη θέση του
- άτυχο άτομο που βρέθηκε ξαφνικά σε δύσκολη κατάσταση,δυστυχής, άτομο που η ζωή του είναι για λύπηση
- ↪ Ρε το φουκαρά, τι τον βρήκε!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κακομοίρης για τη σημασία: «είναι για λύπηση»
Συγγενικά
- φουκαριάρα
- φουκαριάρικο
- φουκαριάρης
- φουκαρατζής
- φουκαρατζίκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.