φουκαρατζίκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουκαρατζίκος οι φουκαρατζίκοι
      γενική του φουκαρατζίκου των φουκαρατζίκων
    αιτιατική τον φουκαρατζίκο τους φουκαρατζίκους
     κλητική φουκαρατζίκο φουκαρατζίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουκαρατζίκος < φουκαρατζ(ής) + υποκοριστικό επίθημα -ίκος < φουκαράς [1] Δείτε και την τουρκική fukaracık

Προφορά

ΔΦΑ : /fu.ka.ɾaˈd͡zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουκαρατζίκος

Ουσιαστικό

φουκαρατζίκος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.