φουκαρατζίκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φουκαρατζίκος | οι | φουκαρατζίκοι |
| γενική | του | φουκαρατζίκου | των | φουκαρατζίκων |
| αιτιατική | τον | φουκαρατζίκο | τους | φουκαρατζίκους |
| κλητική | φουκαρατζίκο | φουκαρατζίκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fu.ka.ɾaˈd͡zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐κα‐ρα‐τζί‐κος
Μεταφράσεις
φουκαρατζίκος
|
|
- φουκαρατζίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.