φουκαριάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φουκαριάρικος | η | φουκαριάρικη | το | φουκαριάρικο |
| γενική | του | φουκαριάρικου | της | φουκαριάρικης | του | φουκαριάρικου |
| αιτιατική | τον | φουκαριάρικο | τη | φουκαριάρικη | το | φουκαριάρικο |
| κλητική | φουκαριάρικε | φουκαριάρικη | φουκαριάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φουκαριάρικοι | οι | φουκαριάρικες | τα | φουκαριάρικα |
| γενική | των | φουκαριάρικων | των | φουκαριάρικων | των | φουκαριάρικων |
| αιτιατική | τους | φουκαριάρικους | τις | φουκαριάρικες | τα | φουκαριάρικα |
| κλητική | φουκαριάρικοι | φουκαριάρικες | φουκαριάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φουκαριάρικος < φουκαριάρ(ης) + -ικος < φουκαράς
Επίθετο
φουκαριάρικος, -η, -ο
- που αναφέρεται σε φουκαρά
- ↪ φουκαριάρικη και μίζερη ζωή
- (και ουσιαστικοποιημένο) που είναι φουκαριάρης
- ↪ Α, τον καημένο, α τoν φουκαριάρικο... τι έπαθε!
Συνώνυμα
Παράγωγα
- φουκαριάρικα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
φουκαριάρικος
|
|
Πηγές
- φουκαριάρικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.