φουκαριάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουκαριάρικος η φουκαριάρικη το φουκαριάρικο
      γενική του φουκαριάρικου της φουκαριάρικης του φουκαριάρικου
    αιτιατική τον φουκαριάρικο τη φουκαριάρικη το φουκαριάρικο
     κλητική φουκαριάρικε φουκαριάρικη φουκαριάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουκαριάρικοι οι φουκαριάρικες τα φουκαριάρικα
      γενική των φουκαριάρικων των φουκαριάρικων των φουκαριάρικων
    αιτιατική τους φουκαριάρικους τις φουκαριάρικες τα φουκαριάρικα
     κλητική φουκαριάρικοι φουκαριάρικες φουκαριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φουκαριάρικος < φουκαριάρ(ης) + -ικος < φουκαράς

Επίθετο

φουκαριάρικος, -η, -ο

  1. που αναφέρεται σε φουκαρά
    φουκαριάρικη και μίζερη ζωή
  2. (και ουσιαστικοποιημένο) που είναι φουκαριάρης
    Α, τον καημένο, α τoν φουκαριάρικο... τι έπαθε!

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.