τεταμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεταμένος η τεταμένη το τεταμένο
      γενική του τεταμένου της τεταμένης του τεταμένου
    αιτιατική τον τεταμένο την τεταμένη το τεταμένο
     κλητική τεταμένε τεταμένη τεταμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεταμένοι οι τεταμένες τα τεταμένα
      γενική των τεταμένων των τεταμένων των τεταμένων
    αιτιατική τους τεταμένους τις τεταμένες τα τεταμένα
     κλητική τεταμένοι τεταμένες τεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεταμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

τεταμένος, τεταμένη, τεταμένος

  1. τεντωμένος
  2. (μεταφορικά) σε ένταση
    • (για σχέσεις ομάδων ή κρατών) που τείνει σε ρήξη, σε σύγκρουση.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.