charged

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός charged
συγκριτικός more charged
υπερθετικός most charged

charged (en)

  1. φορτισμένος, γεμάτο ή προκαλεί έντονα συναισθήματα ή απόψεις
    He spoke emotionally charged.
    Μίλησε συναισθηματικά φορτισμένος.
  2. φορτισμένος, με ηλεκτρικό φορτίο
    a positively/negatively charged electrode - ηλεκτρόδιο θετικά/αρνητικά φορτισμένο
    Lightning is created between oppositely charged clouds.
    Η αστραπή δημιουργείται ανάμεσα σε σύννεφα αντίθετα φορτισμένα.

Ρηματικός τύπος

charged (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.