φορολογική δήλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φορολογική δήλωση | οι | φορολογικές δηλώσεις |
| γενική | της | φορολογικής δήλωσης ή δηλώσεως |
των | φορολογικών δηλώσεων |
| αιτιατική | τη | φορολογική δήλωση | τις | φορολογικές δηλώσεις |
| κλητική | φορολογική δήλωση | φορολογικές δηλώσεις | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορολογική δήλωση < → δείτε τις λέξεις φορολογικός και δήλωση
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.ɾo.lo.ʝiˈci ˈði.lo.si/
Πολυλεκτικός όρος
φορολογική δήλωση θηλυκό
- (οικονομία) δήλωση η οποία συντάσσεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά που υποβάλλεται σε ετήσια βάση από φυσικά ή νομικά πρόσωπα στην αρμόδια αρχή φορολογίας και στην οποία αναγράφονται τα εισοδήματα του προσώπου
- ※ Σχεδόν δύο εβδομάδες πριν από την λήξη της προθεσμίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων οι φορολογούμενοι δείχνουν να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους, αφού το 92% έχει υποβάλλει δήλωσή φορολογίας εισοδήματος.
- Το 92% των φορολογουμένων έχει υποβάλει φορολογική δήλωση (13 Αυγούστου 2022), Η Καθημερινή
- ※ Σχεδόν δύο εβδομάδες πριν από την λήξη της προθεσμίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων οι φορολογούμενοι δείχνουν να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους, αφού το 92% έχει υποβάλλει δήλωσή φορολογίας εισοδήματος.
- (συνεκδοχικά) το σχετικό έντυπο ή φόρμα σύνταξης της δήλωσης
Μεταφράσεις
φορολογική δήλωση
|
Πηγές
- φορολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.