φιστικοβούτυρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιστικοβούτυρο τα φιστικοβούτυρα
      γενική του φιστικοβούτυρου των φιστικοβούτυρων
    αιτιατική το φιστικοβούτυρο τα φιστικοβούτυρα
     κλητική φιστικοβούτυρο φιστικοβούτυρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιστικοβούτυρο < φιστίκι + -ο- + βούτυρο

Προφορά

ΔΦΑ : /fis.ti.koˈvu.ti.ɾo/

Ουσιαστικό

Φιστικοβούτυρο

φιστικοβούτυρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.