φιστίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιστίκι τα φιστίκια
      γενική του φιστικιού των φιστικιών
    αιτιατική το φιστίκι τα φιστίκια
     κλητική φιστίκι φιστίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιστίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fıstık < οθωμανική τουρκική فستق (fıstık) < αραβική فستق (fustuq) ή περσική فستق (fostoq, fostaq)

Ουσιαστικό

φιστίκι ουδέτερο

  1. ο καρπός της φιστικιάς
  2. (αργκό) το (μικρό) πέος

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.