φιξαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιξαρισμένος | η | φιξαρισμένη | το | φιξαρισμένο |
| γενική | του | φιξαρισμένου | της | φιξαρισμένης | του | φιξαρισμένου |
| αιτιατική | τον | φιξαρισμένο | τη | φιξαρισμένη | το | φιξαρισμένο |
| κλητική | φιξαρισμένε | φιξαρισμένη | φιξαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιξαρισμένοι | οι | φιξαρισμένες | τα | φιξαρισμένα |
| γενική | των | φιξαρισμένων | των | φιξαρισμένων | των | φιξαρισμένων |
| αιτιατική | τους | φιξαρισμένους | τις | φιξαρισμένες | τα | φιξαρισμένα |
| κλητική | φιξαρισμένοι | φιξαρισμένες | φιξαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
φιξαρισμένος ,-η,-ο
- κάτι σταθερό που έχει καθοριστεί και δεν μεταβάλλεται
- φιξαρισμένο ραντεβού, ημερομηνία, μηχάνημα (οι ενδείξεις ή οι προδιαγραφές του)
- που δεν αποσυναρμολογείται, είναι σταθερό, αμετακίνητο (έπιπλο, δοκός, τροχόσπιτο κ.λπ. αντικείμενα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.