αποσυναρμολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσυναρμολογούμαι | αποσυναρμολογούμουν | θα αποσυναρμολογούμαι | να αποσυναρμολογούμαι | ||
| β' ενικ. | αποσυναρμολογείσαι | αποσυναρμολογούσουν | θα αποσυναρμολογείσαι | να αποσυναρμολογείσαι | ||
| γ' ενικ. | αποσυναρμολογείται | αποσυναρμολογούνταν | θα αποσυναρμολογείται | να αποσυναρμολογείται | ||
| α' πληθ. | αποσυναρμολογούμαστε | αποσυναρμολογούμασταν αποσυναρμολογούμαστε |
θα αποσυναρμολογούμαστε | να αποσυναρμολογούμαστε | ||
| β' πληθ. | αποσυναρμολογείστε | αποσυναρμολογούσασταν αποσυναρμολογούσαστε |
θα αποσυναρμολογείστε | να αποσυναρμολογείστε | αποσυναρμολογείστε | |
| γ' πληθ. | αποσυναρμολογούνται | αποσυναρμολογούνταν | θα αποσυναρμολογούνται | να αποσυναρμολογούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσυναρμολογήθηκα | θα αποσυναρμολογηθώ | να αποσυναρμολογηθώ | αποσυναρμολογηθεί | ||
| β' ενικ. | αποσυναρμολογήθηκες | θα αποσυναρμολογηθείς | να αποσυναρμολογηθείς | αποσυναρμολογήσου | ||
| γ' ενικ. | αποσυναρμολογήθηκε | θα αποσυναρμολογηθεί | να αποσυναρμολογηθεί | |||
| α' πληθ. | αποσυναρμολογηθήκαμε | θα αποσυναρμολογηθούμε | να αποσυναρμολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποσυναρμολογηθήκατε | θα αποσυναρμολογηθείτε | να αποσυναρμολογηθείτε | αποσυναρμολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποσυναρμολογήθηκαν αποσυναρμολογηθήκαν(ε) |
θα αποσυναρμολογηθούν(ε) | να αποσυναρμολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποσυναρμολογηθεί | είχα αποσυναρμολογηθεί | θα έχω αποσυναρμολογηθεί | να έχω αποσυναρμολογηθεί | αποσυναρμολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποσυναρμολογηθεί | είχες αποσυναρμολογηθεί | θα έχεις αποσυναρμολογηθεί | να έχεις αποσυναρμολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσυναρμολογηθεί | είχε αποσυναρμολογηθεί | θα έχει αποσυναρμολογηθεί | να έχει αποσυναρμολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσυναρμολογηθεί | είχαμε αποσυναρμολογηθεί | θα έχουμε αποσυναρμολογηθεί | να έχουμε αποσυναρμολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσυναρμολογηθεί | είχατε αποσυναρμολογηθεί | θα έχετε αποσυναρμολογηθεί | να έχετε αποσυναρμολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσυναρμολογηθεί | είχαν αποσυναρμολογηθεί | θα έχουν αποσυναρμολογηθεί | να έχουν αποσυναρμολογηθεί | ||
Μεταφράσεις
αποσυναρμολογούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.