φιξ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική fixe[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fiks/

Επίθετο

φιξ άκλιτο

  1. μια κατασκευή η οποία έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να μη αποσυναρμολογείται
  2. που έχει καθοριστεί, που είναι σταθερός

Εκφράσεις

  • ζουρ φιξ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.