φιξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική fixe[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiks/
Επίθετο
φιξ άκλιτο
- μια κατασκευή η οποία έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να μη αποσυναρμολογείται
- που έχει καθοριστεί, που είναι σταθερός
Εκφράσεις
- ζουρ φιξ
Συγγενικά
Αναφορές
- φιξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.