φιξάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιξάρω < φιξ + -άρω ((άμεσο δάνειο) γαλλική fixer)
Ρήμα
φιξάρω
- οριστικοποιώ, καθορίζω με βεβαιότητα (ημερομηνία, ραντεβού)
- σταθεροποιώ αντικείμενο ή χρώμα (ώστε να μείνει αναλλοίωτο)
- (φωτογραφικός όρος): ειδική επεξεργασία με χημικά μέσα κατά την εμφάνιση του φιλμ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.