φιλότεχνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλότεχνος | η | φιλότεχνη | το | φιλότεχνο |
| γενική | του | φιλότεχνου | της | φιλότεχνης | του | φιλότεχνου |
| αιτιατική | τον | φιλότεχνο | τη | φιλότεχνη | το | φιλότεχνο |
| κλητική | φιλότεχνε | φιλότεχνη | φιλότεχνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλότεχνοι | οι | φιλότεχνες | τα | φιλότεχνα |
| γενική | των | φιλότεχνων | των | φιλότεχνων | των | φιλότεχνων |
| αιτιατική | τους | φιλότεχνους | τις | φιλότεχνες | τα | φιλότεχνα |
| κλητική | φιλότεχνοι | φιλότεχνες | φιλότεχνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλότεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλότεχνος < φιλό- + -τεχνος
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
φιλότεχνος αρσενικό
- αυτός που αγαπάει την τέχνη
Μεταφράσεις
φιλότεχνος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φιλότεχνος | τὸ | φιλότεχνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φιλοτέχνου | τοῦ | φιλοτέχνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φιλοτέχνῳ | τῷ | φιλοτέχνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φιλότεχνον | τὸ | φιλότεχνον | ||
| κλητική ὦ! | φιλότεχνε | φιλότεχνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φιλότεχνοι | τὰ | φιλότεχνᾰ | ||
| γενική | τῶν | φιλοτέχνων | τῶν | φιλοτέχνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φιλοτέχνοις | τοῖς | φιλοτέχνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φιλοτέχνους | τὰ | φιλότεχνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φιλότεχνοι | φιλότεχνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοτέχνω | τὼ | φιλοτέχνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φιλοτέχνοιν | τοῖν | φιλοτέχνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- φιλότεχνον (ουδέτερο)
- φιλοτέχνως (επίρρημα)
Συγγενικά
- ἐμφιλοτεχνέω
- φιλοτεχνέω
- φιλοτέχνημα
- φιλοτέχνης
- φιλοτεχνητέον
- φιλοτεχνία
- φιλοτεχντεχνῖται
- προσφιλοτεχνέω
Πηγές
- φιλότεχνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλότεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.