φιλοτεχνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοτεχνία οι φιλοτεχνίες
      γενική της φιλοτεχνίας των φιλοτεχνιών
    αιτιατική τη φιλοτεχνία τις φιλοτεχνίες
     κλητική φιλοτεχνία φιλοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοτεχνία < αρχαία ελληνική φιλοτεχνία < φιλότεχνος + -ία

Ουσιαστικό

φιλοτεχνία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.