φιλοπότις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλοπότις | οι | φιλοπότιδες |
| γενική | της | φιλοπότιδος (φιλοπότιδας) |
των | φιλοποτίδων (φιλοπότιδων) |
| αιτιατική | τη | φιλοπότιδα | τις | φιλοπότιδες |
| κλητική | φιλοπότι (φιλοπότις) | φιλοπότιδες | ||
| Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
| Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοπότις < ελληνιστική κοινή φιλοπότις[1]
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| φῐλοποτιδ- | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | φιλοπότις | αἱ | φιλοπότιδες | ||||
| γενική | τῆς | φιλοπότιδος | τῶν | φιλοποτίδων | ||||
| δοτική | τῇ | φιλοπότιδῐ | ταῖς | φιλοπότισῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | φιλοπότιν | τὰς | φιλοπότιδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | φιλοπότι | φιλοπότιδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοπότιδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | φιλοποτίδοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φιλοπότις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φιλοπό(της) + κατάληξη θηλυκού -τις
Πηγές
- φιλοπότις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.