φιλεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλεμένος | η | φιλεμένη | το | φιλεμένο |
| γενική | του | φιλεμένου | της | φιλεμένης | του | φιλεμένου |
| αιτιατική | τον | φιλεμένο | τη | φιλεμένη | το | φιλεμένο |
| κλητική | φιλεμένε | φιλεμένη | φιλεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλεμένοι | οι | φιλεμένες | τα | φιλεμένα |
| γενική | των | φιλεμένων | των | φιλεμένων | των | φιλεμένων |
| αιτιατική | τους | φιλεμένους | τις | φιλεμένες | τα | φιλεμένα |
| κλητική | φιλεμένοι | φιλεμένες | φιλεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.leˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λε‐μέ‐νος
Μετοχή
φιλεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλεύω: κερασμένος μέσα σε σπίτι
- ↪ Δοκίμασέ το! Εϊναι φιλεμένο απ' τη θεια μου που είναι σπουδαία μαγείρισσα.
Μεταφράσεις
κερασμένος στο σπίτι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.