φθορίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φθορίωση | οι | φθοριώσεις |
| γενική | της | φθορίωσης* | των | φθοριώσεων |
| αιτιατική | τη | φθορίωση | τις | φθοριώσεις |
| κλητική | φθορίωση | φθοριώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φθοριώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φθορίωση < (καθαρεύουσα) φθορίωσις < φθόριο + -ωσις < μεσαιωνική ελληνική φθόριον < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluoration)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fθoˈɾi.o.si/
Ουσιαστικό
φθορίωση θηλυκό
Συγγενικά
- αποφθορίωση
- φθοριωμένος
- → δείτε τις λέξεις φθόριο και φθείρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.