πόσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πόσιμος | η | πόσιμη | το | πόσιμο |
| γενική | του | πόσιμου | της | πόσιμης | του | πόσιμου |
| αιτιατική | τον | πόσιμο | την | πόσιμη | το | πόσιμο |
| κλητική | πόσιμε | πόσιμη | πόσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πόσιμοι | οι | πόσιμες | τα | πόσιμα |
| γενική | των | πόσιμων | των | πόσιμων | των | πόσιμων |
| αιτιατική | τους | πόσιμους | τις | πόσιμες | τα | πόσιμα |
| κλητική | πόσιμοι | πόσιμες | πόσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πόσιμος < (ελληνιστική κοινή) πόσιμος < αρχαία ελληνική πίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₃-
Επίθετο
πόσιμος, -η, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.