φαρμακόγλωσσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρμακόγλωσσα | οι | φαρμακόγλωσσες |
| γενική | της | φαρμακόγλωσσας | των | φαρμακογλωσσών |
| αιτιατική | τη | φαρμακόγλωσσα | τις | φαρμακόγλωσσες |
| κλητική | φαρμακόγλωσσα | φαρμακόγλωσσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φαρμακόγλωσσα θηλυκό (αρσενικό: φαρμακόγλωσσος)
- το άτομο που κακολογεί, πληγώνει τους άλλους με όσα λέει, δεν έχει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, δυσφημεί με προθυμία
- η γλώσσα της στάζει φαρμάκι, είναι φαρμακόγλωσσα
- λέξη που χρησιμοποιούμε για να ξορκίσουμε κάτι κακό, ακόμα κι αν αυτός που κάνει μια δυσοίωνη πρόβλεψη είναι καλοπροαίρετος, δεν έχει την πρόθεση να πει κάτι δυσάρεστο
- - Θα πάθεις έμφραγμα τόσο που καπνίζεις! - Πάψε φαρμακόγλωσσα!
Συνώνυμα
- κακεντρεχής
- πικρόγλωσση
- φαρμακάντερη (ιδιωματικό)
- φαρμακερή
- φαρμακομύτα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις φαρμακόγλωσσος, φαρμάκι και γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.