φαρμακάντερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρμακάντερος | η | φαρμακάντερη | το | φαρμακάντερο |
| γενική | του | φαρμακάντερου | της | φαρμακάντερης | του | φαρμακάντερου |
| αιτιατική | τον | φαρμακάντερο | τη | φαρμακάντερη | το | φαρμακάντερο |
| κλητική | φαρμακάντερε | φαρμακάντερη | φαρμακάντερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρμακάντεροι | οι | φαρμακάντερες | τα | φαρμακάντερα |
| γενική | των | φαρμακάντερων | των | φαρμακάντερων | των | φαρμακάντερων |
| αιτιατική | τους | φαρμακάντερους | τις | φαρμακάντερες | τα | φαρμακάντερα |
| κλητική | φαρμακάντεροι | φαρμακάντερες | φαρμακάντερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αναφορές
- Πρβ. Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 462.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.