φαντάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαντάρος οι φαντάροι
      γενική του φαντάρου των φαντάρων
    αιτιατική τον φαντάρο τους φαντάρους
     κλητική φαντάρε φαντάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαντάρος < φάντ(ης) + -άρος < ιταλική fante < ισπανική infante < λατινική infans

Ουσιαστικό

φαντάρος αρσενικό

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • είδε τον Χριστό φαντάρο: (λαϊκότροπο) περιγραφή δυνατού χαστουκιού ή δυσκολιών που συναντά κάποιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.