φανταρίστικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | φανταρίστικα | ||
| γενική | των | φανταρίστικων | ||
| αιτιατική | τα | φανταρίστικα | ||
| κλητική | φανταρίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φανταρίστικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φανταρίστικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φαντάρος
Μεταφράσεις
φανταρίστικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φανταρίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φανταρίστικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.