φανταρίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανταρίστικος η φανταρίστικη το φανταρίστικο
      γενική του φανταρίστικου της φανταρίστικης του φανταρίστικου
    αιτιατική τον φανταρίστικο τη φανταρίστικη το φανταρίστικο
     κλητική φανταρίστικε φανταρίστικη φανταρίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανταρίστικοι οι φανταρίστικες τα φανταρίστικα
      γενική των φανταρίστικων των φανταρίστικων των φανταρίστικων
    αιτιατική τους φανταρίστικους τις φανταρίστικες τα φανταρίστικα
     κλητική φανταρίστικοι φανταρίστικες φανταρίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φανταρίστικος < φαντάρος + -ίστικος

Επίθετο

φανταρίστικος

  1. που έχει σχέση με φαντάρο / στρατιώτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα φανταρίστικα: η στολή των φαντάρων / στρατιωτών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.