φανταρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανταρία οι φανταρίες
      γενική της φανταρίας των φανταρίων
    αιτιατική τη φανταρία τις φανταρίες
     κλητική φανταρία φανταρίες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανταρία < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /fan.daˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φανταρία

Ουσιαστικό

φανταρία θηλυκό

  1. το σύνολο από φαντάρους
  2. ομάδα στρατιωτών πεζικού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.