φανταράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανταράκι τα φανταράκια
      γενική του φανταρακιού των φανταρακιών
    αιτιατική το φανταράκι τα φανταράκια
     κλητική φανταράκι φανταράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανταράκι < φαντάρος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

φανταράκι ουδέτερο

  1. (χαϊδευτικά) ο φαντάρος
  2. ο νεοσύλλεκτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.