φακίρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φακίρης | οι | φακίρηδες |
| γενική | του | φακίρη | των | φακίρηδων |
| αιτιατική | τον | φακίρη | τους | φακίρηδες |
| κλητική | φακίρη | φακίρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ινδός φακίρης ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με καρφιά (1903)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈci.ɾis/
Ουσιαστικό
φακίρης αρσενικό (θηλυκό φακίρισσα)
- μουσουλμάνος ασκητής του σουφισμού, ο οποίος έχει απαρνηθεί την κατοχή υλικής περιουσίας και ζει από ελεημοσύνες
- Ινδός ασκητής με αξιοθαύμαστη ικανότητα να ελέγχει το σώμα του μέσω του διαλογισμού και να αγνοεί τον πόνο
- (μεταφορικά) άτομο με θαυμαστές ικανότητες, θαυματοποιός
-
φακίρης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- φακίρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.