φακιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φακιρικός | η | φακιρική | το | φακιρικό |
| γενική | του | φακιρικού | της | φακιρικής | του | φακιρικού |
| αιτιατική | τον | φακιρικό | τη | φακιρική | το | φακιρικό |
| κλητική | φακιρικέ | φακιρική | φακιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φακιρικοί | οι | φακιρικές | τα | φακιρικά |
| γενική | των | φακιρικών | των | φακιρικών | των | φακιρικών |
| αιτιατική | τους | φακιρικούς | τις | φακιρικές | τα | φακιρικά |
| κλητική | φακιρικοί | φακιρικές | φακιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φακιρικός < φακίρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.