φαγανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγανός η φαγανή το φαγανό
      γενική του φαγανού της φαγανής του φαγανού
    αιτιατική τον φαγανό τη φαγανή το φαγανό
     κλητική φαγανέ φαγανή φαγανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγανοί οι φαγανές τα φαγανά
      γενική των φαγανών των φαγανών των φαγανών
    αιτιατική τους φαγανούς τις φαγανές τα φαγανά
     κλητική φαγανοί φαγανές φαγανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαγανός < θέμα φαγ- (όπως στον αόριστα έφαγα του τρώω) + -ανός

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.ɣaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαγανός

Επίθετο

φαγανός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.