φίκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φίκος | οι | φίκοι |
| γενική | του | φίκου | των | φίκων |
| αιτιατική | τον | φίκο | τους | φίκους |
| κλητική | φίκε | φίκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

φίκος ο ελαστικός
Ετυμολογία
- φίκος < λατινική ficus (συκιά) < κοινή λέξη των μεσογειακών χωρών *tʰuōiḱo / *tʰū(i)ḱo (συγγενές με την αρχαία ελληνική σῦκον)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φί‐κος
Ουσιαστικό
φίκος αρσενικό
- (φυτό) γένος φυτών (θάμνοι ή δέντρα) της οικογένειας των μορεϊδών, που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ή ως καλλωπιστικά
-
φίκος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.