ficus

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

ficus < λατινική ficus

Ουσιαστικό

ficus (en)


Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

ficus (la) θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ficus ficī
γενική ficī ficōrum
δοτική ficō ficīs
αιτιατική ficum ficōs
κλητική fice ficī
αφαιρετική ficō ficīs
(β' κλίση)
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ficus ficūs
γενική ficūs ficuum
δοτική ficuī ficibus
αιτιατική ficum ficūs
κλητική ficus ficūs
αφαιρετική ficū ficibus
(δ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.