ghost
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| ghost | ghosts |
ghost (en)
- (παρωχημένο) η ψυχή, το πνεύμα ενός ανθρώπου
- το φάντασμα
- ένα παραμορφωμένο είδωλο που σχηματίζεται σε οπτική συσκευή λόγω φαινομένων αντανάκλασης
Ρήμα
| ενεστώτας | ghost |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | ghosts |
| αόριστος | ghosted |
| παθητική μετοχή | ghosted |
| ενεργητική μετοχή | ghosting |
ghost (en)
- (μεταφορικά) δεν απαντώ (κάνω σαν να μην υπάρχει) αντί να απορρίψω ρητά
- κάνω ότι δεν ακούω κάποιον
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.