φαλτσογωνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαλτσογωνιά οι φαλτσογωνιές
      γενική της φαλτσογωνιάς των φαλτσογωνιών
    αιτιατική τη φαλτσογωνιά τις φαλτσογωνιές
     κλητική φαλτσογωνιά φαλτσογωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις φάλτσος και γωνία

Ουσιαστικό

φαλτσογωνιά θηλυκό

  1. ξυλουργικό εργαλείο για την κοπή ξύλων υπό γωνία 45 μοιρών
  2. οποιοδήποτε εργαλείο μπορεί να ρυθμίζεται ώστε να κόβει με διαφορετική γωνία από την τελείως οριζόντια ή κάθετη

Παράγωγα

  • φαλτσογωνιάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.