υφηγητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υφηγητής οι υφηγητές
      γενική του υφηγητή των υφηγητών
    αιτιατική τον υφηγητή τους υφηγητές
     κλητική υφηγητή υφηγητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υφηγητής < (ελληνιστική κοινή) ὑφηγητής < ὑπό + ἡγητής < ἡγοῦμαι

Ουσιαστικό

υφηγητής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.