καθηγεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθηγεσία οι καθηγεσίες
      γενική της καθηγεσίας των καθηγεσιών
    αιτιατική την καθηγεσία τις καθηγεσίες
     κλητική καθηγεσία καθηγεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθηγεσία < καθηγητής + -εσία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική professorat)

Ουσιαστικό

καθηγεσία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος κατέχει αυτή την ιδιότητα

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις καθηγητής, κατά και ηγούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.