ὑστεροβουλία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑστεροβουλί αἱ ὑστεροβουλίαι
      γενική τῆς ὑστεροβουλίᾱς τῶν ὑστεροβουλιῶν
      δοτική τῇ ὑστεροβουλί ταῖς ὑστεροβουλίαις
    αιτιατική τὴν ὑστεροβουλίᾱν τὰς ὑστεροβουλίᾱς
     κλητική ! ὑστεροβουλί ὑστεροβουλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑστεροβουλί
γεν-δοτ τοῖν  ὑστεροβουλίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑστεροβουλία < αρχαία ελληνική ὕστερος + βουλή

Ουσιαστικό

ὑστεροβουλία θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) σκέψη που γίνεται εκ των υστέρων, μετά από την εκτέλεση μιας πράξης
  2. (ελληνιστική κοινή) μετάνοια, μετάνιωμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.