ὑστεροβουλία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑστεροβουλίᾱ | αἱ | ὑστεροβουλίαι |
| γενική | τῆς | ὑστεροβουλίᾱς | τῶν | ὑστεροβουλιῶν |
| δοτική | τῇ | ὑστεροβουλίᾳ | ταῖς | ὑστεροβουλίαις |
| αιτιατική | τὴν | ὑστεροβουλίᾱν | τὰς | ὑστεροβουλίᾱς |
| κλητική ὦ! | ὑστεροβουλίᾱ | ὑστεροβουλίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑστεροβουλίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑστεροβουλίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὑστεροβουλία < αρχαία ελληνική ὕστερος + βουλή
Ουσιαστικό
ὑστεροβουλία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) σκέψη που γίνεται εκ των υστέρων, μετά από την εκτέλεση μιας πράξης
- (ελληνιστική κοινή) μετάνοια, μετάνιωμα
Πηγές
- ὑστεροβουλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.