ασπρουλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπρουλιάρης η ασπρουλιάρα το ασπρουλιάρικο
      γενική του ασπρουλιάρη της ασπρουλιάρας του ασπρουλιάρικου
    αιτιατική τον ασπρουλιάρη την ασπρουλιάρα το ασπρουλιάρικο
     κλητική ασπρουλιάρη ασπρουλιάρα ασπρουλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπρουλιάρηδες οι ασπρουλιάρες τα ασπρουλιάρικα
      γενική των ασπρουλιάρηδων των ασπρουλιάρικων
    αιτιατική τους ασπρουλιάρηδες τις ασπρουλιάρες τα ασπρουλιάρικα
     κλητική ασπρουλιάρηδες ασπρουλιάρες ασπρουλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασπρουλιάρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασπρουλιάρης

  1. άσπρος ή σχεδόν άσπρος (ασπροφέρνων)
  2. ασθενικός στην όψη
  3. μειωτικά ο λευκός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.